μετοικοδομώ

μετοικοδομώ
μετοικοδομῶ, -έω (Α)
1. οικοδομώ ή χτίζω με διαφορετικό τρόπο, δίδω σε μια οικοδομή άλλη μορφή
2. οικοδομώ ή χτίζω σε άλλο τόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)-* + οἰκοδομῶ «ανεγείρω οικοδομή»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”